- σούφρωμα
- το, Ν [σουφρώνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουφρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σούφρωμα — το 1. ζάρωμα. 2. κλοπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάρωμα — το [ζαρώνω] σχηματισμός πτυχών ή ρυτίδων, πτύχωση, σούφρωμα, ρυτίδωση … Dictionary of Greek
ρικνότητα — η / ῥικνότης, ητος, ΝΑ [ῥικνός] ύπαρξη ρυτίδων, ρυτίδωση, ζάρωμα, σούφρωμα αρχ. η καμπυλότητα … Dictionary of Greek
ρυτίδωμα — ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ [ῥυτιδῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμα νεοελλ. βοτ. το ξηρόφλοιο … Dictionary of Greek
ρυτίδωση — η / ῥυτίδωσις, ώσεως, ΝΑ [ῥυτιδῶ] σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία τού δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα,… … Dictionary of Greek
σούφρα — η, Ν·, 1. πτυχή, σούρα 2. ρυτίδα 3. μαρασμός βρέφους από αθρεψία 4. ο σφιγκτήρας τού πρωκτού 5. σούφρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *sup(p)la < *supplo < supplico «ικετεύω, προσεύχομαι»] … Dictionary of Greek
συνοφρύωμα — το, ΝΜΑ [συνοφρυοῡμαι / ώνομαι] σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια … Dictionary of Greek
τσαλάκωμα — το, Ν [τσαλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλακώνω, ζάρωμα, σούφρωμα 2. μτφ. ηθικός εξευτελισμός, καταρράκωση («έπαθε μεγάλο τσαλάκωμα») … Dictionary of Greek
ρυτίδωμα — ρυτίδωμα, το και ρυτίδωση, η το ζάρωμα, το σούφρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυφός — ή, ό αυτός που έχει τέτοια γεύση που προκαλεί σούφρωμα στο στόμα και στη γλώσσα: Τα μήλα ήταν στυφά, γιατί ήταν άγουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)